- κρεμμυδοφάγος
- ο1. αυτός που τρώγει πολλά κρεμμύδια2. το έντομο κρομμυδοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμμυδοφάγος — ο θηλ. α και ού 1. αυτός που του αρέσει να τρώει κρεμμύδια. 2. το αρσ. ως ουσ. δηλώνει το έντομο κρεμμυδοφάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
κρομμυδοφάγος — και κρεμμυδοφάγος, ο το ορθόπτερο έντομο Grylotalpa vulgaris που καταστρέφει τις ρίζες τών κηπευτικών … Dictionary of Greek
πρασάγγουρα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού εντόμου γρυλλασπάλακας ο κοινός, αλλ. κολοκυθοκόφτης ή κρεμμυδοφάγος … Dictionary of Greek
πρασοκουρίς — ίδος, ἡ, Α είδος βλαβερού εντόμου που τρώει τα πράσα, ο κρεμμυδοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κουρίς (< κουρά)] … Dictionary of Greek